-
1 ἰβύ
Grammatical information: pcleMeaning: interjection or adverb (H., Phot. from Telecl.).Derivatives: ἰβύει τύπτει, βοᾳ̃ with postverbal ἰβύς εὑφημία, στιγμή H. - With velar suffix ἴβυξ ὀρνέου εἶδος, καὶ ἶβις (s. Thompson Birds s. v.), ἰβύκη εὑφημία, and ἰβυκτήρ, in H. `singer of a march-song on Crete' (cod. ἰβηκ-); also Ἴβυκος PN?, cf. Radermacher Glotta 16, 135f. - Through cross with βυκινίζω, βυκανίζω (Eust.; s. βυκάνη) arose ἰβυκινῆσαι ἐπευφημῆσαι, βοῆσαι H. ( ἰβυκηνίσαι EM). Details in Kock on Telecl. 58. - With dental suffix ἰβυδῆνας τοὺς εὑφημοῦντας H., cf. the sound nouns in - δος, κέλαδος a. o.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]; LW [loanword] Anat.Etymology: Onomatopoetic sound-word, acc. to H. Lydian (s.v. ἰβύ) or Ionic (s. ἰβυκινήσαντες), also as cry of surprise or the like. On th last use rests the gloss H. = τὸ πολὺ καὶ μέγα; how the meanings τύπτειν and στιγμή must be understood is unclear. - Cf. βύζω and ἰύζω.Page in Frisk: 1,707Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰβύ
-
2 ψιλός
I of land, bare, ψ. ἄροσις open cornland, Il.9.580;πεδίον μέγα τε καὶ ψ. Hdt.1.80
;ὁ λόφος.. δασὺς ἴδῃσί ἐστι, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψ. Id.4.175
;ἀπὸ ψ. τῆς γῆς Pl.Criti. 111d
, cf. X.An.1.5.5, etc.: in full, [γῆ] ψ. δενδρέων Hdt.4.19
,21; ἄδενδρα καὶ ψ., of the Alps, Plb.3.55.9; τὰ ψ. (sc. χωρία), opp. τὰ ὑλώδη, X.Cyn.5.7; τόποι ψ. ib.4.6; ψ. γεωργία the tillage of land for corn and the like, opp. γ. πεφυτευμένη (the tillage of it for vines, olives, etc.), Arist.Pol. 1258b18, Thphr.CP3.20.1; soγῆ ψ. Eup. 230
, D.20.115, Tab.Heracl.1.175, 2.33;ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψ. γεγένηται Lys.7.7
.II of animals, stripped of hair or feathers, smooth (cf.λεῖος 1.3
),δέρμα.. ἐλάφοιο Od.13.437
;σάρξ Hp.
Aër.19; ἡμίκραιραν ψ. ἔχων with half the head shaved, Ar. Th. 227; ψ. γνάθοι ib. 583;τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψ. Pherecr.23.4
(anap.); used of dogs with a short, smooth coat of hair, X.Cyn.3.2;τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψ. καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν Pl.Plt. 266e
;ἄνθρωπος -ότατον κατὰ τὸ σῶμα τῶν ζῴων πάντων ἐστί Arist.GA 745b16
; so ἶβις ψ. τὴν κεφαλήν without feathers, bald on the head, Hdt.2.76; hairless, of the foetus of a hare, Id.3.108; ψ. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, of the ostrich, Arist.PA 697b18.b ψιλαὶ Περσικαί Persian carpets, Callix.2; such a carpet is called ψιλή alone, PSI7.858.2 (iii B. C., pl.), LXXJo.7.21; ψιλὴ πολύμιτος, Babylonicum, Gloss.; ψιλή = aulaeum, tapeta, ibid.; cf. ψιλόταπις.2 generally, bare, uncovered, ψ. ὡς ὁρᾷ νέκυν, i. e. without any earth over it, S.Ant. 426; of a horse which has thrown its rider, AP13.18 ([place name] Parmeno).b c. gen., bare of, separated from, ψ. σώματος οὖσα [ἡ ψυχή] Pl.Lg. 899a;τέχναι ψ. τῶν πράξεων Id.Plt. 258d
;ψ. ὅπλων Id.Lg. 834c
;ἱππέων X.Cyr.5.3.57
;θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Plb.11.1.12
.c stripped of appendages, naked, ψ. [τρόπις] the bare keel with the planks torn from it, Od.12.421; ψ. μάχαιραι swords alone, without other arms, etc., X.Cyr.4.5.58; θάλαττα ψ. blank sea, Aristid.Or.25(43).50.III freq. in Prose, as a military term, of soldiers without heavy armour, light troops, such as archers and slingers, opp. ὁπλῖται, first in Hdt.7.158, al., freq. in Th., e. g.ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. ὄντα 3.27
, cf. Arr.Tact.3.3;ὁ ψ. ὅμιλος Th.4.125
; so ψιλοί or τὸ ψιλόν, opp. τὸ ὁπλιτικόν, X.HG4.2.17, Arist.Pol. 1321a7; ψιλός, opp. ὡπλισμένος, S.Aj. 1123: coupled with ἄσκευος, Id.OC 1029;ψιλὸς στρατεύσομαι Ar.Th. 232
;ψ. δύναμις Arist.Pol. 1321a13
; αἱ κοῦφαι καὶ αἱ ψ. ἐργασίαι work that belongs to unarmed soldiers, ib. 1321a25;ψ. χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Ael.VH6.2
: but ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν bare-headed, without helmet, X.An.1.8.6; ψ. ἵππος a horse without housings, Id.Eq.7.5: unarmed, defenceless, S.Ph. 953.IV λόγος ψ. bare language, i. e. prose, opp. to poetry which is clothed in the garb of metre, Pl.Mx. 239c, Phld.Mus.p.97K.; more freq. in pl.,ψ. λόγοι Pl.Lg. 669d
; opp. τὰ μέτρα, Arist.Rh. 1404b14,33: but in D.27.54 ψ. λόγος is a mere speech, a speech unsupported by evidence; and in Pl.Tht. 165a ψιλοὶ λόγοι are mere forms of argumentation, dialectical abstractions (so ψιλῶς λέγειν speak nakedly, without alleging proofs, Id.Phdr. 262c, cf. Lg. 811e);τὰς πράξεις αὐτὰς ψιλὰς φράζοντες Arist.Rh.Al. 1438b27
.2 ποίησις ψ. mere poetry, without music, i. e. Epic poetry, opp. Lyric ([etym.] ἡ ἐν ᾠδῇ), Pl.Phdr. 278c; soἄνευ ὀργάνων ψ. λόγοι Id.Smp. 215c
, cf. Arist.Po. 1447a29; ψ. τῷ στόματι, opp. μετ' ὀργάνων, as a kind of μουσική, Pl.Plt. 268b;λύρας φθόγγοι.. ψιλοὶ καὶ ἀμεικτότεροι τῇ φωνῇ Arist.Pr. 922a16
; ἡ ψ. φωνή the ordinary sound of the voice, opp. singing ([etym.] ἡ ᾠδική), D.H. Comp.11.3 ψ. μουσική instrumental music unaccompanied by the voice, opp. ἡ μετὰ μελῳδίας, Arist.Pol. 1339b20; ψιλῷ μέλει διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, of Marsyas, Plu.2.713d, cf. Phld.Mus. p.100K.; soψ. κιθάρισις καὶ αὔλησις Pl.Lg. 669e
; ψιλὸς αὐλητής one who plays unaccompanied on the flute (cf. ψιλοκιθαριστής), Phryn. 145.V mere, simple (cf. supr. IV. 1), ἀριθμητικὴ ψιλή, opp. geometry and the like , Pl.Plt. 299e; ὕδωρ ψ., opp. σὺν οἴνῳ, Hp.Int.35; ψ. ἀναίρεσις mere removal, Phld.Sign.12; ψ. ἄνδρες, i. e. men without women, Antip.Stoic.3.254:—Oedipus calls Antigone his ψιλὸν ὄμμα, as being the one poor eye left him, S.OC 866. Adv. merely, only,Plu.
Per.15; ἕνεκα τοῦ ψ. εἰπεῖν for the purpose of merely saying, Sch. Il.Oxy.1086.65; ψ. ὀνομάζειν call by the bare name (without epithet), Phld.Vit.p.39J.VI Gramm. of vowels,ψ. ἦχος
without the spiritus asper,Demetr.
Eloc.73;ψ. πνεῦμα A.D.Adv.148.9
, D.T.Supp. 674.15;ψιλῶς λέγεσθαι A.D.Pron.57.3
.b of the letters ε and υ written simply, not as αι and οι, which represented the sounds in late Gr.,μαθόντες τὰ διὰ τοῦ διφθόγγου ᾱῑ τυχὸν ἅπαντα, ἐδιδάχθημεν τὰ ἄλλα πάντα ψιλὰ γράφεσθαι Hdn.Epim. 162
, cf. An.Ox.1.124: hence ἐψιλόν as name of the letter ε and ὐψιλόν as name of υ, which are first found in Anon. post Et.Gud.679.6, 678.55, and Chrysoloras: ἐ ψιλόν is f. l. in D.T.631.5: but inπᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς κ ¯ ε ¯ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ε ¯ ψιλοῦ γράφεται.. πλὴν τοῦ καί, κτλ. Hdn.Epim.62
, ε ¯ ψ. is not yet merely the name of the letter: for ὐψιλόν v. sub ὖ, cf. Sch. Heph.p.93C.2 of mute consonants, the litterae tenues, π κ τ, opp. φ χ θ, o(/sai gi/gnontai xwris th=s tou= pneu/matos e)kbolh=s Arist. Aud. 804b10, cf. D.H.Comp.14, D.T.631.21; ψιλῶς καλεῖν pronounce with a littera tenuis for an aspirate, e. g., ῥάπυς for ῥάφυς, ἀσπάραγος for ἀσφάραγος, Ath.9.369b, cf. Eust.81.5, Tz.H.11.58.
См. также в других словарях:
ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε … Dictionary of Greek
Θρεσκιορνιθίδες — (thresciornithidae). Οικογένεια πτηνών, της υπέρταξης νεόγναθα, της τάξης πελαργόμορφα ή κικονιίμορφα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες πλαταλείδες και ιβίδες. Περιλαμβάνει περίπου 30 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, που έχουν μακρύ ράμφος και λαιμό… … Dictionary of Greek
Θωθ — Αιγυπτιακός θεός της σοφίας, κύριος των νόμων και των ιερών κειμένων. Η λατρεία του, που προέρχεται πιθανότατα από την περιοχή του Δέλτα του Νείλου, είχε το κέντρο της στην Ερμούπολη. Παριστανόταν με τη μορφή ίβιδας (το ιερό πουλί ίβις ήταν… … Dictionary of Greek
χαλκόκοτα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού ευρέως διαδεδομένου παρυδάτιου πτηνού ίβις, που απαντά στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες τής Ευρώπης, στην Ασία, στην Αφρική, στη Βόρεια Αμερική και στην Καραϊβική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κότα] … Dictionary of Greek